παραισθητικός

παραισθητικός
-ή, -ό
αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής παραίσθησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthetic (< παραισθησία). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Ηρ. Βασιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”